πυρροπίπης

πυρροπίπης
ὁ, Α
(σε λογοπαίγνιο τού Αριστοφ. αντί τού πυροπίπης) παιδεραστής που προτιμάει τα ξανθόμαλλα αγόρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «κοκκινομάλλης» + -οπίπης (< ὀπιπεύω «παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα»), πρβλ. γυναικ-οπίπης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυρροπίπης — πυρροπί̱πης , πυρροπίπης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυροπίπας — πυροπίπᾱς , πυροπίπης corn ogler masc acc pl πυροπίπᾱς , πυροπίπης corn ogler masc nom sg (epic doric aeolic) πυροπί̱πᾱς , πυρροπίπης masc acc pl πυροπί̱πᾱς , πυρροπίπης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυροπίπην — πυροπίπης corn ogler masc acc sg (attic epic ionic) πυροπί̱πην , πυρροπίπης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρροπίπην — πυρροπί̱πην , πυρροπίπης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”